Με μεστή και πληρέστατη αιτιολογία το 4ο Τμήμα του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, προέβη σε ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης εντολέως του γραφείου μας, η οποία απασχολούταν με διαδοχικές κατ’ επίφαση χαρακτηριζόμενες συμβάσεις έργου σε Δήμο.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη μιας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και υποχρέωσε τον Ο.Τ.Α. να αναγνωρίσει την προϋπηρεσία της εργαζόμενης δια της ορθής μισθολογικής, βαθμολογικής και ασφαλιστικής της τακτοποίησης, επιδικάζοντας ταυτόχρονα διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, λόγω της μη προηγούμενης αναγνώρισης προϋπηρεσίας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκεπτικό της αποφάσεως αναφορικά με την ερμηνεία των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου στο Δημόσιο), όπου μεταξύ άλλων, έκρινε ότι:
- Η απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου (παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος) αφορά μόνο συμβάσεις ορισμένου χρόνου που έγιναν πράγματι για την κάλυψη πρόσκαιρων, απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών και δεν καλύπτει συμβάσεις ορισμένου χρόνου που έγιναν για την απασχόληση σε μη νομοθετημένες οργανικές σχέσεις, αλλά για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών, οπότε η σύναψή τους έγινε προς καταστρατήγηση των διατάξεων που ορίζουν πότε επιτρέπονται οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
- Στην τελευταία περίπτωση δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 103 του Συντάγματος, αλλά οι διατάξεις που διέπουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
- Από την απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση αναγνώρισης του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης που δεν είναι «μετατροπή», αλλά ορθός νομικός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ (ΟλΑΠ 18/2006).
- Το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920 αποτελεί «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» κατά τη ρήτρα 5 παραρτήματος οδηγίας 1999/70/ΕΚ για την πρόσληψη της κατάχρησης που προκύπτει από τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και την εξάλειψη των συνεπειών παραβίασης του Κοινοτικού Δικαίου. Η εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου δεν εμποδίζεται από το άρθρο 103 του Συντάγματος, το οποίο, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει απολύτως τη θεώρηση των συμβάσεων ως αορίστου χρόνου, μέχρι τη λήψη άλλων πράγματι αποτελεσματικών μέτρων (πλην της θεώρησης των συμβάσεων ως αορίστου χρόνου).
Η ανωτέρω απόφαση εξέτασε ενδελεχώς, με πλούσιο σκεπτικό το καίριο ζήτημα της καταχρηστικής σύναψης και ανανέωσης από την πλευρά του Δημοσίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή ακόμη και συμβάσεων έργου (όπως στην προκειμένη υπόθεση), εμμένοντας στα πραγματικά περιστατικά κάλυψης παγίων αναγκών του Δήμου από την εργασία της υπαλλήλου, αναγνωρίζοντας τη σχέση ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Στο πλαίσιο αυτό, αναγνώρισε και τη δημόσια προϋπηρεσία της εργαζόμενης με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και υποχρέωσε τον Δήμο να προβεί στην ορθή βαθμολογική, μισθολογική και ασφαλιστική τακτοποίηση της εργαζόμενης.
Η μεταστροφή και πάλι της εθνικής νομολογίας για τους συμβασιούχους βρίσκεται «προ των πυλών». Το γραφείο μας αναλαμβάνει καθημερινά παρόμοιες υποθέσεις συμβασιούχων, στοχεύοντας στην επιτυχή έκβαση αυτών.
ΕΥΜΟΡΦΙΑ Μ. ΡΗΓΑ
Δικηγόρος Αθηνών