Στη διάρκεια της απασχόλησής μας με υποθέσεις εργατικού δικαίου, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με θετικές τελεσίδικες αποφάσεις κατά εργοδοτών – εταιρειών, που ωστόσο δεν δύνανται να εκτελεστούν υπέρ των εργαζομένων, καθώς ο εργοδότης καλύπτεται κάτω από το «πέπλο προστασίας» που παρέχει η αρχή της νομικής αυτοτέλειας της εταιρείας, που πρακτικά σημαίνει ότι για όλες τις υποχρεώσεις και τα χρέη της εταιρείας απέναντι στους δανειστές της (όπως είναι και οι εργαζόμενοι) υπεύθυνη είναι η περιουσία της εταιρείας και όχι η ατομική περιουσία των μελών της.

Η αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στο εθνικό μας δίκαιο προκύπτει από την ικανότητα δικαίου που παρέχει στα νομικά πρόσωπα ο εθνικός νομοθέτης (άρθρα 61 επ. ΑΚ). Ειδικότερα, η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων εκφράζεται με την διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο.  Η ανωτέρω προστασία υπό τη μορφή του διαχωρισμού της εταιρικής από την ατομική περιουσία των μελών του νομικού προσώπου (σε κεφαλαιουχικές εταιρείες), συνάδει – κατ’ αρχήν – με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της επιχειρηματικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος).

 Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που – εν προκειμένω στις εργατικές υποθέσεις – οι εργοδότες χρησιμοποιούν καταχρηστικά την αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, «στήνοντας» κεφαλαιουχικές (Α.Ε, Ι.Κ.Ε) εικονικές εταιρείες, οποίες καλύπτουν δόλιους και παράνομους ατομικούς σκοπούς τους και τις οποίες υποχρηματοδοτούν, οδηγώντας τες τελικά σε πτώχευση, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να δυσκολεύονται  να εισπράξουν τις αξιώσεις τους από την εργοδότρια – εταιρεία.

Προς διευκόλυνση των εργαζομένων, σε περιπτώσεις όπως οι ανωτέρω, τυγχάνει ισχύς η άρση της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο απόλυτος διαχωρισμός τις εταιρικής από την ατομική περιούσια ΚΑΜΠΤΕΤΑΙ, όταν γίνεται κατάχρηση της αρχής της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων, όταν δηλαδή η αρχή αυτή χρησιμοποιείται κατά παράβαση της καλής πίστης (άρθρα 200, 281, 288 ΑΚ).

Για την άρση της αυτοτέλειας και τη θεμελίωση ευθύνης του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου, η νομολογία απαιτεί τη συνδρομή ειδικών περιστάσεων, βάσει των οποίων η εμμονή στην αρχή της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων να οδηγεί σε ανεπιεική και αντίθετα προς την καλή πίστη αποτελέσματα, προς αποτροπή των οποίων επιβάλλεται, για την προστασία των εταιρικών δανειστών – εργαζομένων, ο παραμερισμός της νομικής προσωπικότητας και η θεμελίωση εις ολόκληρον ευθύνης του μετόχου ή εταίρου με το νομικό πρόσωπο έναντι των εταιρικών δανειστών (εργαζομένων).

Έχει  μάλιστα διατυπωθεί και η άποψη ότι ο εργαζόμενος αποτελεί ιδιαίτερη κατηγορία δανειστή, υπό την έννοια ότι το ζωτικής σημασίας συμφέρον του εργαζόμενου δεν δύναται να αξιολογείται ταυτόσημα με τα επιχειρηματικά συμφέροντα και με το συμφέρον οποιουδήποτε άλλου δανειστή του εργοδότη. Η ιδιαίτερη αξία των συμφερόντων των εργαζομένων, η οποία πηγάζει από το ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο στο άρθρο 22 παρ. 1 κατοχυρώνει το δικαίωμα προς εργασία και το αναγνωρίζει ως τρόπο ανάπτυξης της προσωπικότητας, επιβάλλει την ευχερέστερη κάμψη των αρχών της νομικής προσωπικότητας και της νομικής αυτοτέλειας για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων σε σχέση με τα συμφέροντα οποιουδήποτε τρίτου δανειστή.

Οι ειδικές περιστάσεις που πρέπει να συντρέχουν κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού (βλ. ενδεικτικά Ολ ΑΠ 2/2013, ΑΠ 149/2013) για την κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι η χρησιμοποίηση της νομικής προσωπικότητας από τον κυρίαρχο μέτοχο για να καταστρατηγήσει το νόμο ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων. Ενδεικτικά δε κριτήρια αποτελούν προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του. Επίσης, ως καταχρηστική χαρακτηρίζεται και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρία, όταν η εταιρία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος.

Σε κάθε, ωστόσο, περίπτωση, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δεν καταλύεται δηλαδή η νομική αυτοτέλεια της εταιρείας, αλλά η περιουσιακή αυτοτέλεια περιορίζεται για τη συγκεκριμένη περίπτωση.